φρένο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φρένο | τα | φρένα |
| γενική | του | φρένου | των | φρένων |
| αιτιατική | το | φρένο | τα | φρένα |
| κλητική | φρένο | φρένα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φρένο < (άμεσο δάνειο) ιταλική freno < frenare < λατινική frenare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος freno < frenum (χαλινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)
Ουσιαστικό
φρένο ουδέτερο
- μηχανισμός που ελαττώνει την ταχύτητα ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) κάτι που επιβραδύνει ή εμποδίζει την ανάπτυξη
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αερόφρενο
- δισκόφρενο
- ποδόφρενο
- σερβόφρενο
- φρενάρισμα
- φρενάρω
- χειρόφρενο
Εκφράσεις
- φρένο!: πάτα φρένο!, επιβράδυνε!, σταμάτα!
- βάλε φρένο: (μεταφορικά) μετρίασε, μείωσε την ορμή, ρυθμό, ένταση κλπ. (σε μία δραστηριότητα, προσπάθεια, φιλοδοξία κλπ.)
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.