δισκόφρενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δισκόφρενο | τα | δισκόφρενα |
| γενική | του | δισκόφρενου | των | δισκόφρενων |
| αιτιατική | το | δισκόφρενο | τα | δισκόφρενα |
| κλητική | δισκόφρενο | δισκόφρενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δισκόφρενο ουδέτερο
- είδος φρένου για τροχούς το οποίο, βασικά, αποτελείται από ένα δίσκο που περιστρέφεται μαζί με τον τροχό και η επιβράδυνση γίνεται με μία δαγκάνα που επιδρά στον δίσκο
- τα δισκόφρενα είναι πιο ακριβά από τα ταμπούρα αλλά πιο ασφαλή
Μεταφράσεις
δισκόφρενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
