φιλοδοξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλοδοξία | οι | φιλοδοξίες |
| γενική | της | φιλοδοξίας | των | φιλοδοξιών |
| αιτιατική | τη | φιλοδοξία | τις | φιλοδοξίες |
| κλητική | φιλοδοξία | φιλοδοξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοδοξία < αρχαία ελληνική φιλόδοξος < φίλος + δόξα
Ουσιαστικό
φιλοδοξία θηλυκό
- η επιθυμία για απόκτηση δόξας
- Είναι θέμα προς συζήτηση αν ο Αχιλλέας στην Τροία πράγματι διακατείχετο από ακραία φιλοδοξία και συνειδητά επέλεξε την μεταθανάτια αιώνια δόξα από τη ζωή ή όχι
- η επιθυμία να αποκτήσει κάποιος κάτι για το οποίο πιθανόν να μην αρκούν οι δυνάμεις του
- Η Μαρία έχει τη φιλοδοξία να γίνει μοντέλο (μπορεί να υπονοείται ότι δεν θα τα καταφέρει επειδή π.χ. δεν είναι αρκετά εντυπωσιακή ή δεν διαθέτει δικτύωση στο συγκεκριμένο χώρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.