χειρόφρενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειρόφρενο τα χειρόφρενα
      γενική του χειρόφρενου των χειρόφρενων
    αιτιατική το χειρόφρενο τα χειρόφρενα
     κλητική χειρόφρενο χειρόφρενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειρόφρενο < χειρο- + φρένο

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈɾo.fɾe.no/

Ουσιαστικό

χειρόφρενο ουδέτερο

  • χειροκίνητος μηχανισμός που επιτρέπει στον οδηγό να ακινητοποιεί το αυτοκίνητο με ασφάλεια ή να κάνει τούς πίσω τροχούς να χάσουν την πρόσφυση για πλαγιολίσθιση

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.