επιβραδύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιβραδύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβραδύνω < αρχαία ελληνική ἐπί (επι-) + βραδύνω< βραδύς σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ralentir)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.vɾaˈði.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιβραδύνω

Ρήμα

επιβραδύνω, πρτ.: επιβράδυνα, αόρ.: επιβράδυνα, παθ.φωνή: επιβραδύνομαι, π.αόρ.: επιβραδύνθηκα, μτχ.π.π.: επιβραδυμένος

  1. ελαττώνω την ταχύτητα
     αντώνυμα: επιταχύνω
  2. καθυστερώ
     αντώνυμα: επισπεύδω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.