φρενάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρενάρω < φρένο + -άρω

Ρήμα

φρενάρω

  1. (για τον οδηγό) πατάω το φρένο ενός οχήματος για να μειώσω ταχύτητα ή να σταματήσω
  2. (για όχημα) μειώνεται απότομα η ταχύτητά μου
  3. (μεταφορικά) σταματώ η επιβραδύνω μια εξέλιξη

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. φρενάρω φρέναρα θα φρενάρω να φρενάρω φρενάροντας
β' ενικ. φρενάρεις φρέναρες θα φρενάρεις να φρενάρεις φρέναρε
γ' ενικ. φρενάρει φρέναρε θα φρενάρει να φρενάρει
α' πληθ. φρενάρουμε φρενάραμε θα φρενάρουμε να φρενάρουμε
β' πληθ. φρενάρετε φρενάρατε θα φρενάρετε να φρενάρετε φρενάρετε
γ' πληθ. φρενάρουν(ε) φρέναραν
φρενάραν(ε)
θα φρενάρουν(ε) να φρενάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.