frenum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

frenum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰer-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfreː.num/


Ουσιαστικό

frenum

  1. χαλινάρι
  2. (μεταφορικά) συγκράτηση, έλεγχος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική frenum frena
γενική frenī frenōrum
δοτική frenō frenīs
αιτιατική frenum frena
κλητική frenum frena
αφαιρετική frenō frenīs
(β' κλίση)

και ετερογενές

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
frenī
γενική
-
frenōrum
δοτική
-
frenīs
αιτιατική
-
frenōs
κλητική
-
frenī
αφαιρετική
-
frenīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.