φορείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορείο τα φορεία
      γενική του φορείου των φορείων
    αιτιατική το φορείο τα φορεία
     κλητική φορείο φορεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τραυματιοφορέας μεταφέρει ασθενή πάνω σε φορείο.

Ετυμολογία

φορείο < αρχαία ελληνική φορεῖον < φέρω

Ουσιαστικό

φορείο ουδέτερο

  1. ειδικό φορητό κρεβάτι για τη μεταφορά ασθενών
  2. εναέρια χειράμαξα καθιστού (-ών) επιβάτη χωρίς ρόδες που στηρίζεται από φορείς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.