φορείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φορείο | τα | φορεία |
| γενική | του | φορείου | των | φορείων |
| αιτιατική | το | φορείο | τα | φορεία |
| κλητική | φορείο | φορεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τραυματιοφορέας μεταφέρει ασθενή πάνω σε φορείο.
Ετυμολογία
- φορείο < αρχαία ελληνική φορεῖον < φέρω
Ουσιαστικό
φορείο ουδέτερο
- ειδικό φορητό κρεβάτι για τη μεταφορά ασθενών
- εναέρια χειράμαξα καθιστού (-ών) επιβάτη χωρίς ρόδες που στηρίζεται από φορείς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.