φωρατής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωρατής οι φωρατές
      γενική του φωρατή των φωρατών
    αιτιατική τον φωρατή τους φωρατές
     κλητική φωρατή φωρατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωρατής < αρχαία ελληνική φωράω / φωρῶ + -τής < φώρ ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική detector)

Ουσιαστικό

φωρατής αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.