μεταδίδω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταδίδω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεταδίδω < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι < μετά + δίδωμι.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + δίδω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈði.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐δί‐δω
Ρήμα
μεταδίδω, πρτ.: μετέδιδα, αόρ.: μετέδωσα/(μετάδωσα), παθ.φωνή: μεταδίδομαι, π.αόρ.: μεταδόθηκα, μτχ.π.π.: μεταδομένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταδίδω | μετέδιδα | θα μεταδίδω | να μεταδίδω | μεταδίδοντας | |
| β' ενικ. | μεταδίδεις | μετέδιδες | θα μεταδίδεις | να μεταδίδεις | μετάδιδε | |
| γ' ενικ. | μεταδίδει | μετέδιδε | θα μεταδίδει | να μεταδίδει | ||
| α' πληθ. | μεταδίδουμε | μεταδίδαμε | θα μεταδίδουμε | να μεταδίδουμε | ||
| β' πληθ. | μεταδίδετε | μεταδίδατε | θα μεταδίδετε | να μεταδίδετε | μεταδίδετε | |
| γ' πληθ. | μεταδίδουν(ε) | μετέδιδαν μεταδίδαν(ε) |
θα μεταδίδουν(ε) | να μεταδίδουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετέδωσα | θα μεταδώσω | να μεταδώσω | μεταδώσει | ||
| β' ενικ. | μετέδωσες | θα μεταδώσεις | να μεταδώσεις | μετάδωσε | ||
| γ' ενικ. | μετέδωσε | θα μεταδώσει | να μεταδώσει | |||
| α' πληθ. | μεταδώσαμε | θα μεταδώσουμε | να μεταδώσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταδώσατε | θα μεταδώσετε | να μεταδώσετε | μεταδώστε | ||
| γ' πληθ. | μετέδωσαν μεταδώσαν(ε) |
θα μεταδώσουν(ε) | να μεταδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταδώσει | είχα μεταδώσει | θα έχω μεταδώσει | να έχω μεταδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταδώσει | είχες μεταδώσει | θα έχεις μεταδώσει | να έχεις μεταδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταδώσει | είχε μεταδώσει | θα έχει μεταδώσει | να έχει μεταδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταδώσει | είχαμε μεταδώσει | θα έχουμε μεταδώσει | να έχουμε μεταδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταδώσει | είχατε μεταδώσει | θα έχετε μεταδώσει | να έχετε μεταδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταδώσει | είχαν μεταδώσει | θα έχουν μεταδώσει | να έχουν μεταδώσει |
| |
- και σπάνια παθητική μετοχή μεταδομένος [2]
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταδίδομαι | μεταδιδόμουν(α) | θα μεταδίδομαι | να μεταδίδομαι | ||
| β' ενικ. | μεταδίδεσαι | μεταδιδόσουν(α) | θα μεταδίδεσαι | να μεταδίδεσαι | ||
| γ' ενικ. | μεταδίδεται | μεταδιδόταν(ε) | θα μεταδίδεται | να μεταδίδεται | ||
| α' πληθ. | μεταδιδόμαστε | μεταδιδόμαστε μεταδιδόμασταν |
θα μεταδιδόμαστε | να μεταδιδόμαστε | ||
| β' πληθ. | μεταδίδεστε | μεταδιδόσαστε μεταδιδόσασταν |
θα μεταδίδεστε | να μεταδίδεστε | μεταδίδεστε | |
| γ' πληθ. | μεταδίδονται | μεταδίδονταν μεταδιδόντουσαν |
θα μεταδίδονται | να μεταδίδονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταδόθηκα | θα μεταδοθώ | να μεταδοθώ | μεταδοθεί | ||
| β' ενικ. | μεταδόθηκες | θα μεταδοθείς | να μεταδοθείς | μεταδώσου | ||
| γ' ενικ. | μεταδόθηκε | θα μεταδοθεί | να μεταδοθεί | |||
| α' πληθ. | μεταδοθήκαμε | θα μεταδοθούμε | να μεταδοθούμε | |||
| β' πληθ. | μεταδοθήκατε | θα μεταδοθείτε | να μεταδοθείτε | μεταδοθείτε | ||
| γ' πληθ. | μεταδόθηκαν μεταδοθήκαν(ε) |
θα μεταδοθούν(ε) | να μεταδοθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεταδοθεί | είχα μεταδοθεί | θα έχω μεταδοθεί | να έχω μεταδοθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταδοθεί | είχες μεταδοθεί | θα έχεις μεταδοθεί | να έχεις μεταδοθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταδοθεί | είχε μεταδοθεί | θα έχει μεταδοθεί | να έχει μεταδοθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταδοθεί | είχαμε μεταδοθεί | θα έχουμε μεταδοθεί | να έχουμε μεταδοθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταδοθεί | είχατε μεταδοθεί | θα έχετε μεταδοθεί | να έχετε μεταδοθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταδοθεί | είχαν μεταδοθεί | θα έχουν μεταδοθεί | να έχουν μεταδοθεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μεταδίδω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.