φορεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φορεύς -έως αρσενικό
- (επάγγελμα) που μεταφέρει κάτι, άνθρωπος ή ζώο με φορτίο, ο φορέας, ο μεταφορέας, ο βαστάζος
- σκευοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.