φόρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φόρτος | οι | φόρτοι |
| γενική | του | φόρτου | των | φόρτων |
| αιτιατική | τον | φόρτο | τους | φόρτους |
| κλητική | φόρτε | φόρτοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φόρτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φόρτος
Μεταφράσεις
φόρτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.