έντρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έντρομος | η | έντρομη | το | έντρομο |
| γενική | του | έντρομου | της | έντρομης | του | έντρομου |
| αιτιατική | τον | έντρομο | την | έντρομη | το | έντρομο |
| κλητική | έντρομε | έντρομη | έντρομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έντρομοι | οι | έντρομες | τα | έντρομα |
| γενική | των | έντρομων | των | έντρομων | των | έντρομων |
| αιτιατική | τους | έντρομους | τις | έντρομες | τα | έντρομα |
| κλητική | έντρομοι | έντρομες | έντρομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έντρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔντρομος (που τρέμει) < αρχαία ελληνική ἐν + τρόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈen.dɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντρο‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : έν‐τρο‐μος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.