φοβισμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φοβισμένα < φοβισμένος + -α
Μεταφράσεις
φοβισμένα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φοβισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φοβισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.