φλεγόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεγόμενος η φλεγόμενη το φλεγόμενο
      γενική του φλεγόμενου της φλεγόμενης του φλεγόμενου
    αιτιατική τον φλεγόμενο τη φλεγόμενη το φλεγόμενο
     κλητική φλεγόμενε φλεγόμενη φλεγόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεγόμενοι οι φλεγόμενες τα φλεγόμενα
      γενική των φλεγόμενων των φλεγόμενων των φλεγόμενων
    αιτιατική τους φλεγόμενους τις φλεγόμενες τα φλεγόμενα
     κλητική φλεγόμενοι φλεγόμενες φλεγόμενα
Για το θηλυκό φλεγομένη δείτε την αρχαία κλίση του φλεγόμενος.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /fleˈɣo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλεγόμενος

Μετοχή

φλεγόμενος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα (φλέγομαι) του ρήματος φλέγω που έχει τυλιχτεί στις φλόγες
    φλεγόμενο όχημα, φλεγόμενοι κάδοι, φλεγόμενα συντρίμμια
    1. (μεταφορικά) που έχει πολύ υψηλή θερμοκρασία
      μέτωπο φλεγόμενο από πυρετό
      χρειάζεται παράθεμα
    2. (μεταφορικά) που τον διακατέχει πάθος ή άλλο έντονο συναίσθημα
      φλεγόμενοι από ερωτική πυρκαγιά
      Φλεγόμενοι από την επιθυμία να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ....
      χρειάζεται παράθεμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • φλεγόμενη βάτος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φλέγω

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φλεγόμενος φλεγομένη τὸ φλεγόμενον
      γενική τοῦ φλεγομένου τῆς φλεγομένης τοῦ φλεγομένου
      δοτική τῷ φλεγομέν τῇ φλεγομέν τῷ φλεγομέν
    αιτιατική τὸν φλεγόμενον τὴν φλεγομένην τὸ φλεγόμενον
     κλητική ! φλεγόμενε φλεγομένη φλεγόμενον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φλεγόμενοι αἱ φλεγόμεναι τὰ φλεγόμεν
      γενική τῶν φλεγομένων τῶν φλεγομένων τῶν φλεγομένων
      δοτική τοῖς φλεγομένοις ταῖς φλεγομέναις τοῖς φλεγομένοις
    αιτιατική τοὺς φλεγομένους τὰς φλεγομένᾱς τὰ φλεγόμεν
     κλητική ! φλεγόμενοι φλεγόμεναι φλεγόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φλεγομένω τὼ φλεγομέν τὼ φλεγομένω
      γεν-δοτ τοῖν φλεγομένοιν τοῖν φλεγομέναιν τοῖν φλεγομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φλεγόμενος

Μετοχή

φλεγόμενος, -η, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.