flaming

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

flaming: μετοχή > επίθετο και ουσιαστικοποιημένη μετοχή

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfleɪmɪŋ/

Επίθετο

flaming (en)

  1. φλεγόμενος, φλόγινος
    The Assyrians were the first empire to use flaming arrows.
    Οι Ασσύριοι ήταν η πρώτη αυτοκρατορία που χρησιμοποίησε φλεγόμενα βέλη.
  2. που έχει το χρώμα της φλόγας
  3. (βρετανική σημασία, αργκό) το ρημάδι
    Put the flaming phone down and help me
    άσε το ρημάδι το κινητό κάτω και έλα βοήθα με
     συνώνυμα: fucking (χυδαίο)

Μετοχή

flaming (en)

Ουσιαστικό

flaming (en)

  1. η εφαρμογή φωτιάς σε μια περιοχή, το κάψιμο αυτής
  2. (διαδικτυακή αργκό) το κράξιμο, η εμπρηστική γλώσσα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.