flaming
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
flaming: μετοχή > επίθετο και ουσιαστικοποιημένη μετοχή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfleɪmɪŋ/
Επίθετο
flaming (en)
- φλεγόμενος, φλόγινος
- ↪ The Assyrians were the first empire to use flaming arrows.
- Οι Ασσύριοι ήταν η πρώτη αυτοκρατορία που χρησιμοποίησε φλεγόμενα βέλη.
- ↪ The Assyrians were the first empire to use flaming arrows.
- που έχει το χρώμα της φλόγας
- (βρετανική σημασία, αργκό) το ρημάδι
Ουσιαστικό
flaming (en)
- η εφαρμογή φωτιάς σε μια περιοχή, το κάψιμο αυτής
- (διαδικτυακή αργκό) το κράξιμο, η εμπρηστική γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.