brûlant

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

brûlant: μετοχή, ως επίθετο & ουσιαστικό

Προφορά

ΔΦΑ : /bʁy.lɑ̃/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό brûlant brûlante
θηλυκό brûlants brûlantes

brûlant (fr)

  1. καυτός, φλογερός, καυτερός
     συνώνυμα: chaud, ardent
    le kébab doit être servi brûlant - το κεμπάπ πρέπει να σερβίρεται ζεστό
  2. (μεταφορικά) φλογερός
    il n'a pu pas contrôler son brûlant désir - δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον φλογερό του πόθο
  3. (μεταφορικά) αμφιλεγόμενος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη brûler

Ουσιαστικό

brûlant (en)

Μετοχή

brûlant (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.