φλέγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγω
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
φλεγ- φλογ-
φλεγ- φλογ-
θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόγα
θέμα φλεγ-
- αναφλέγω, αναφλέγομαι
- αντιφλεγμονώδης, αντφλεγμονώδες
- αποφλεγματίζω
- αποφλεγματισμός
- αυταναφλέγομαι
- αφλεγής, αφλεγές
- βραδυφλεγής, βραδυφλεγές
- βραδυφλεγώς (επίρρημα)
- διαφλέγω, διαφλέγομαι
- εγκαιροφλεγής, εγκαιροφλεγές
- ημιφλεγής, ημιφλεγές
- καταφλέγω, καταφλέγομαι
- κρουσιφλεγής, κρουσιφλεγές
- κρουσιφλεγώς (επίρρημα)
- περιφλεγής, περιφλεγές
- περιφλέγομαι
- περιφλεγώς (επίρρημα)
- προαναφλέγω, προαναφλέγομαι
- Πυριφλεγέθων
- πυριφλεγής, πυριφλεγές
- πυριφλεγώς (επίρρημα)
- ταχυφλεγής, ταχυφλεγές
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικά (επίρρημα)
- φλεγματικός
- φλεγματικώς (επίρρημα)
- φλεγματώδης, φλεγματώδες
- φλέγμονας
- φλεγμονή
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης, φλεγμονώδες
- φλέγμων
- φλέγομαι
- φλεγόμενος
- φλέγων, φλέγουσα, φλέγον
- φλέμα
- φλεγ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φλέγω | έφλεγα | θα φλέγω | να φλέγω | φλέγοντας | |
| β' ενικ. | φλέγεις | έφλεγες | θα φλέγεις | να φλέγεις | φλέγε | |
| γ' ενικ. | φλέγει | έφλεγε | θα φλέγει | να φλέγει | ||
| α' πληθ. | φλέγουμε | φλέγαμε | θα φλέγουμε | να φλέγουμε | ||
| β' πληθ. | φλέγετε | φλέγατε | θα φλέγετε | να φλέγετε | φλέγετε | |
| γ' πληθ. | φλέγουν(ε) | έφλεγαν φλέγαν(ε) |
θα φλέγουν(ε) | να φλέγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έφλεξα | θα φλέξω | να φλέξω | φλέξει | ||
| β' ενικ. | έφλεξες | θα φλέξεις | να φλέξεις | φλέξε | ||
| γ' ενικ. | έφλεξε | θα φλέξει | να φλέξει | |||
| α' πληθ. | φλέξαμε | θα φλέξουμε | να φλέξουμε | |||
| β' πληθ. | φλέξατε | θα φλέξετε | να φλέξετε | φλέξτε | ||
| γ' πληθ. | έφλεξαν φλέξαν(ε) |
θα φλέξουν(ε) | να φλέξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φλέξει | είχα φλέξει | θα έχω φλέξει | να έχω φλέξει | ||
| β' ενικ. | έχεις φλέξει | είχες φλέξει | θα έχεις φλέξει | να έχεις φλέξει | ||
| γ' ενικ. | έχει φλέξει | είχε φλέξει | θα έχει φλέξει | να έχει φλέξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φλέξει | είχαμε φλέξει | θα έχουμε φλέξει | να έχουμε φλέξει | ||
| β' πληθ. | έχετε φλέξει | είχατε φλέξει | θα έχετε φλέξει | να έχετε φλέξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φλέξει | είχαν φλέξει | θα έχουν φλέξει | να έχουν φλέξει |
| |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- φλέγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
φλέγω
- φλέγω, καίω, ανάβω
- (για φωτιά, πυρσούς) αναδίδω φλόγες, καίγομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
- ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
- Κι έχει σημάδι άντρα γυμνό που κρατεί φλόγα | και λάμπ᾽ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον ένδοξο ή διάσημο
- (μεταφορικά) (για όπλα) αστράφτω
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) λάμπω, ακτινοβολώ, γίνομαι ένδοξος ή διάσημος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 74 (10.74-10.75)
- ἐν δ᾽ ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος | σελάνας ἐρατὸν φάος.
- και η σελήνη ομορφοπρόσωπη με την εράσμια λάμψη της | φώτισε την εσπέρα.
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος | σελάνας ἐρατὸν φάος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 72 (2.72)
- ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει,
- και χρυσά λουλούδια αστροβολούν,
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 74 (10.74-10.75)
- (μεταφορικά) (για οργή) εκρήγνυμαι, ξεσπώ, εξάπτω
- (στην παθητική φωνή) παίρνω φωτιά, φλέγομαι, αναλάμπω
- (στην παθητική φωνή) αναφλέγομαι, καίγομαι
- (στην παθητική φωνή) είμαι ή γίνομαι έτσι
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) (για πάθος, οργή) εκρήγνυμαι, φλέγομαι από πάθος, καίγομαι
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) (στην παθητική φωνή) λάμπω, γίνομαι ένδοξος ή διάσημος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 10. ‹Θεαίῳ Ἀργείῳ παλαιστῇ›, 3 (10.2-10.4)
- Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ- | τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς | μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
- υμνείτε το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα, | που φλέγεται με δόξες άμετρες | για τα παντότολμά του τα έργα.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ- | τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς | μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 10. ‹Θεαίῳ Ἀργείῳ παλαιστῇ›, 3 (10.2-10.4)
Συγγενικά
θέμα φλεγ-
- ἀειφλεγής
- ἀφλεγής
- ἀφλέγμαντος
- ἀναφλεγμαίνω
- ἀναφλέγω
- ἀντιφλέγω
- ἀποφλεγμαίνω
- ἀποφλεγματικός
- ἀποφλεγματισμός
- ἀποφλεγματιστέον
- ἀποφλεγματίζω
- διαφλέγω
- ἐγκαταφλέγω
- ἐκφλεγματόομαι
- ἐκφλέγω
- ἐμφλέγω
- ἐπιφλεγής
- ἐπίφλεγμα
- ἐπιφλεγμαίνω
- ἐπιφλέγω
- ἐριφλεγής
- φλεγέθω
- φλεγιάω
- φλέγμα
- φλεγμαγωγός
- φλεγμαίνω
- φλέγμανσις
- φλεγμασία
- φλεγματιαῖος
- φλεγματικός
- φλεγμάτιον
- φλεγματισμός
- φλεγματοειδής
- φλεγματόεις
- φλεγματόομαι
- φλεγματώδης
- φλεγμονάομαι
- φλεγμονή
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης
- φλεγμός
- φλεγμώδης
- φλέγος
- φλέγρα
- φλεγραῖα
- φλέγυαι
- φλεγύας
- φλεγυάω
- φλεγύης
- φλεγυρός
- καταφλέγω
- κοσμοφλεγής
- λευκοφλεγματέω
- λευκοφλεγματία
- λευκοφλεγματίας
- λευκοφλεγματώδης
- ὀξυφλεγμασία
- ὁμοφλεγής
- περιφλεγής
- περιφλέγω
- πολυφλέγματος
- προσαναφλέγω
- προσφλεγμαίνω
- πυριφλεγέθης
- πυριφλεγέθων
- πυριφλεγής
- πυριφλέγων
- συγκαταφλέγω
- συμφλεγμαίνω
- συμφλέγω
- συναναφλέγω
- συνεκφλεγμαίνω
- ὑπαναφλέγομαι
- ὑπερφλεγμαίνω
- ὑπερφλέγω
- ὑποφλεγέθω
- ὑποφλεγμαίνω
- ὑποφλέγω
- ὑποφλεγματώδης
θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόξ
Πηγές
- φλέγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλέγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.