φλέγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φλέγομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγω ή φλέγομαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfle.ɣo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλέγομαι

Ρήμα

φλέγομαι μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό (ή και ενεργητικός τύπος φλέγω[2])

  1. καίγομαι
    το κτίριο φλεγόταν, ενώ σε λίγο έπεσε ολόκληρο
  2. (μεταφορικά) είμαι πολύ ζεστός
    το κέντρο της πόλης φλέγεται κάθε φορά που ανεβαίνει η θερμοκρασία
  3. (μεταφορικά) κατέχομαι από έντονο συναίσθημα
    σε λίγο κλείνει τα δεκαοχτώ και φλέγεται να μπει στην ενήλικη ζωή
    η ψυχή τους φλεγόταν από μία και μόνη έντονη επιθυμία
  4. (συνεκδοχικά) θυμώνω εύκολα
     συνώνυμα: εξάπτομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Παράγωγα

Συγγενικά

  • θέμα φλεγ-  δείτε τη λέξη φλέγω
  • θέμα φλογ-  δείτε τη λέξη φλόγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φλέγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φλέγω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.