κρουσιφλεγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρουσιφλεγής η κρουσιφλεγής το κρουσιφλεγές
      γενική του κρουσιφλεγούς* της κρουσιφλεγούς του κρουσιφλεγούς
    αιτιατική τον κρουσιφλεγή την κρουσιφλεγή το κρουσιφλεγές
     κλητική κρουσιφλεγή(ς) κρουσιφλεγής κρουσιφλεγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρουσιφλεγείς οι κρουσιφλεγείς τα κρουσιφλεγή
      γενική των κρουσιφλεγών των κρουσιφλεγών των κρουσιφλεγών
    αιτιατική τους κρουσιφλεγείς τις κρουσιφλεγείς τα κρουσιφλεγή
     κλητική κρουσιφλεγείς κρουσιφλεγείς κρουσιφλεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρουσιφλεγής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κρουσιφλεγής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.