έτσι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔτσι < ἔτις με μετάθεση < αρχαία ελληνική οὕτως / οὑτωσί
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.t͡si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐τσι
Επίρρημα
έτσι
- (τροπικό επίρρημα) με αυτόν τον τρόπο
- έτσι θέλω να ανακτατεύεις τη μαγιονέζα: απαλά απαλά
- ※ Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
- Μανόλης Αναγνωστάκης], ποίημα «Απροσδιόριστη χρονολογία», στίχος 4, συλλογή Εποχές
- ≈ συνώνυμα: ετσιδά, ετσαδά (ιδιωματικά, λαϊκότροπα)
- (οικείο) τζάμπα, χάρισμα
- δεν τ' αγόρασα! έτσι μου το' δωσαν, για διαφήμιση
- χωρίς αιτία
- —Γιατί παιδί μου κλαις; —Γιατί έτσι.
- (ποσοτικό επίρρημα)
- τόσο
- ※ Τήν ἐμορφιά ἔτσι πολύ ατένισα,
ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ετσι πολύ ατένισα, στίχοι 1-2
- ※ Τήν ἐμορφιά ἔτσι πολύ ατένισα,
- κάπως, ως έκφραση δισταγμού του ομιλητή στο να χαρακτηρίσει κάποιον ή κάτι
- σε βλέπω έτσι στεναχωρεμένη· συμβαίνει τίποτα;
- τόσο
Εκφράσεις
- έτσι και
- έτσι κι αλλιώς
- έτσι κι έτσι
- έτσι που λες!
- με το έτσι θέλω
Μεταφράσεις
Σύνδεσμος
έτσι
- (παρατακτικός, σε αφηγήσεις) ανακεφαλαιώνει τα προηγούμενα
- έτσι, παντρεύτηκαν, κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα
- (υποτακτικό) εισάγει υποθετικές προτάσεις: αν
- θα σε απολύσει έτσι και μάθει ότι θα συμμετέχεις στην απεργία
- (συμπερασματικός) → δείτε τη λέξη έτσι ώστε
Εκφράσεις
- έτσι ώστε
Συγγενικά
- ετσιδά (επίρρημα)
- ετσιθελικός
Εκφράσεις
- με το έτσι θέλω
Ουσιαστικό
έτσι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (αργκό, έναρθρο) πρόσωπο που υπονοείται
- ↪ ήρθε η έτσι και πήρε αυτά που του άφησες
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- έτσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.