αναλάμπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναλάμπω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναλάμπω (ακτινοβολώ) αλλά και από τους παράλληλους τύπους ἀναλαμπαίνω και αναλαμπάνω (γίνομαι καλά και λάμπω, καίγομαι) ίσως επηρεασμένο τόσο από την αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω όσο και από την επίσης αρχαία ελληνική ἀναλάμπω (παίρνω φωτιά)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈlam.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναλάμπω

Ρήμα

αναλάμπω, πρτ.: ανέλαμπα, στ.μέλλ.: θα αναλάμψω, αόρ.: ανέλαμψα μτχ. εν. αναλάμποντας

  1. λάμπω περιοδικά, αναβοσβήνω
  2. ξαναλάμπω, ξαναβρίσκω τη ζωηράδα μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.