βραδυφλεγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραδυφλεγής | η | βραδυφλεγής | το | βραδυφλεγές |
| γενική | του | βραδυφλεγούς* | της | βραδυφλεγούς | του | βραδυφλεγούς |
| αιτιατική | τον | βραδυφλεγή | τη | βραδυφλεγή | το | βραδυφλεγές |
| κλητική | βραδυφλεγή(ς) | βραδυφλεγής | βραδυφλεγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραδυφλεγείς | οι | βραδυφλεγείς | τα | βραδυφλεγή |
| γενική | των | βραδυφλεγών | των | βραδυφλεγών | των | βραδυφλεγών |
| αιτιατική | τους | βραδυφλεγείς | τις | βραδυφλεγείς | τα | βραδυφλεγή |
| κλητική | βραδυφλεγείς | βραδυφλεγείς | βραδυφλεγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βραδυφλεγής, -ής, -ές
- που καίγεται αργά
- βραδυφλεγής βόμβα
- βραδυφλεγές υλικό
- βραδυφλεγή υφάσματα
- (μεταφορικά) που καθυστερεί να αντιδράσει ή να εκδηλωθεί
- βραδυφλεγής αντίδραση
Συνώνυμα
- βραδυκαής
- βραδύκαυστος
Μεταφράσεις
βραδυφλεγής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.