αντιφλεγμονώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιφλεγμονώδης η αντιφλεγμονώδης το αντιφλεγμονώδες
      γενική του αντιφλεγμονώδους της αντιφλεγμονώδους του αντιφλεγμονώδους
    αιτιατική τον αντιφλεγμονώδη την αντιφλεγμονώδη το αντιφλεγμονώδες
     κλητική αντιφλεγμονώδη(ς) αντιφλεγμονώδης αντιφλεγμονώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιφλεγμονώδεις οι αντιφλεγμονώδεις τα αντιφλεγμονώδη
      γενική των αντιφλεγμονωδών των αντιφλεγμονωδών των αντιφλεγμονωδών
    αιτιατική τους αντιφλεγμονώδεις τις αντιφλεγμονώδεις τα αντιφλεγμονώδη
     κλητική αντιφλεγμονώδεις αντιφλεγμονώδεις αντιφλεγμονώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιφλεγμονώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αντιφλεγμονώδης -ης -ες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.