ένδοξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένδοξος η ένδοξη το ένδοξο
      γενική του ένδοξου της ένδοξης του ένδοξου
    αιτιατική τον ένδοξο την ένδοξη το ένδοξο
     κλητική ένδοξε ένδοξη ένδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένδοξοι οι ένδοξες τα ένδοξα
      γενική των ένδοξων των ένδοξων των ένδοξων
    αιτιατική τους ένδοξους τις ένδοξες τα ένδοξα
     κλητική ένδοξοι ένδοξες ένδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ένδοξος < αρχαία ελληνική ἔνδοξος < ἐν + δόξα

Επίθετο

ένδοξος - η - ο

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • Ένδοξη Επανάσταση (βρετανική ιστορία)
ενδοξότατος
ενδοξότερα
ενδοξότατα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.