περιφλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιφλέγω < ελληνιστική κοινή περιφλέγω < αρχαία ελληνική περί + φλέγω

Ρήμα

περιφλέγω (παθητική φωνή: περιφλέγομαι)

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.