αναφλέγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναφλέγομαι: παθητική φωνή του ρήματος αναφλέγω

Ρήμα

αναφλέγομαι, πρτ.: αναφλεγόμουν, στ.μέλλ.: θα αναφλεχθώ, αόρ.: αναφλέχθηκαμτχ. ενεστώτα αναφλεγόμενος λόγιες μτχ. αορ. αναφλεγείς - αναφλεχθείς

  1. (για εύφλεκτα υλικά) αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά, ανάβω
    'Η αντλία δεν λειτούργησε με αποτέλεσμα να σημειωθεί διαρροή αερίου υψηλής πίεσης, το οποίο στη συνέχεια αναφλέχθηκε
  2. (μεταφορικά) πυροδοτούμαι, είμαι σε επικίνδυνη φάση και υπάρχει κινδυνος να αρπάξω ανεξέλεγκτη φωτιά, να εκραγώ
    H Mεσόγειος είναι έτοιμη να αναφλεχθεί (και να αναφλεγεί)
    τράβηξε τον πυροκροτητή της βόμβας, όμως ο εκρηκτικός μηχανισμός δεν αναφλέχθηκε

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.