φλέμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλέμα τα φλέματα
      γενική του φλέματος των φλεμάτων
    αιτιατική το φλέμα τα φλέματα
     κλητική φλέμα φλέματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλέμα < μεσαιωνική ελληνική φλέμα[1] [2] < αρχαία ελληνική φλέγμα < φλέγω

Ουσιαστικό

φλέμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. φλέμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φλέμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.