φαρμακωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρμακωμένος | η | φαρμακωμένη | το | φαρμακωμένο |
| γενική | του | φαρμακωμένου | της | φαρμακωμένης | του | φαρμακωμένου |
| αιτιατική | τον | φαρμακωμένο | τη | φαρμακωμένη | το | φαρμακωμένο |
| κλητική | φαρμακωμένε | φαρμακωμένη | φαρμακωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρμακωμένοι | οι | φαρμακωμένες | τα | φαρμακωμένα |
| γενική | των | φαρμακωμένων | των | φαρμακωμένων | των | φαρμακωμένων |
| αιτιατική | τους | φαρμακωμένους | τις | φαρμακωμένες | τα | φαρμακωμένα |
| κλητική | φαρμακωμένοι | φαρμακωμένες | φαρμακωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαρμακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φαρμακώνω
Μετοχή
φαρμακωμένος -η - ο
- ο σκοτωμένος από φαρμάκι (δηλητήριο)
- Ο Ρωμαίος βρήκε την Ιουλιέτα του φαρμακωμένη
- που έχει δυσάρεστη γεύση στο στόμα του
- ※ Χωρίς μεζέ, φαρμακωμένος πια απ' το οινόπνευμα, ζαλιζόταν. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί σοβαρό πόνο, κυρίως ψυχικό
- Ο αδελφός του έφυγε φαρμακωμένος από τα λόγια που του είχε ξεστομίσει
- (μεταφορικά) ο υπερβολικά πικραμένος, ο δύστυχος, ο δυστυχισμένος
- Είναι ακόμα φαρμακωμένη από τον άδικο χαμό του συζύγου της
- χρησιμοποιείται και αντί του φαρμακερός, δηλαδή, που περιέχει ή που είναι εμποτισμένος με φαρμάκι
- Ο αέρας στην πόλη ήτανε φαρμακωμένος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φαρμακωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.