πικραμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πικραμένος | η | πικραμένη | το | πικραμένο |
| γενική | του | πικραμένου | της | πικραμένης | του | πικραμένου |
| αιτιατική | τον | πικραμένο | την | πικραμένη | το | πικραμένο |
| κλητική | πικραμένε | πικραμένη | πικραμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πικραμένοι | οι | πικραμένες | τα | πικραμένα |
| γενική | των | πικραμένων | των | πικραμένων | των | πικραμένων |
| αιτιατική | τους | πικραμένους | τις | πικραμένες | τα | πικραμένα |
| κλητική | πικραμένοι | πικραμένες | πικραμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πικραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πικραίνω
Συγγενικά
- πικραμένα
Εκφράσεις
- θα γελάσει κάθε πικραμένος: θα γίνει κάτι πολύ αστείο ή γελοίο
- θα κλάψει κάθε πικραμένος: τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.