δηλητηριασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δηλητηριασμένος | η | δηλητηριασμένη | το | δηλητηριασμένο |
| γενική | του | δηλητηριασμένου | της | δηλητηριασμένης | του | δηλητηριασμένου |
| αιτιατική | τον | δηλητηριασμένο | τη | δηλητηριασμένη | το | δηλητηριασμένο |
| κλητική | δηλητηριασμένε | δηλητηριασμένη | δηλητηριασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δηλητηριασμένοι | οι | δηλητηριασμένες | τα | δηλητηριασμένα |
| γενική | των | δηλητηριασμένων | των | δηλητηριασμένων | των | δηλητηριασμένων |
| αιτιατική | τους | δηλητηριασμένους | τις | δηλητηριασμένες | τα | δηλητηριασμένα |
| κλητική | δηλητηριασμένοι | δηλητηριασμένες | δηλητηριασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δηλητηριασμένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος δηλητηριάζω
Μετοχή
δηλητηριασμένος αρσενικό, δηλητηριασμένη θηλυκό, δηλητηριασμένο ουδέτερο
- που έχει υποστεί δηλητηριασμό
- Βρέθηκε δηλητηριασμένος στο σπίτι του.
- που περιέχει ή που είναι εμποτισμένος με δηλητήριο
- Το νερό είναι δηλητηριασμένο.
- Οι πρωτόγονες φυλές κυνηγούσαν με δηλητηριασμένα βέλη.
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί σοβαρή φθορά, κυρίως ηθική
- (μεταφορικά) ο υπερβολικά πικραμένος, ο φαρμακωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.