φαρμακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαρμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φαρμακώνω
Ρήμα
φαρμακώνομαι
- παίρνω φαρμάκι (δηλητήριο), δηλητηριάζομαι
- αυτοκτονώ με δηλητήριο
- πικραίνομαι, πίνω κάτι που έχει πικρή γεύση
- (μεταφορικά) πικραίνομαι ψυχικά ή σωματικά
- υποβάλλομαι σε έντονο σωματικό ή (κυρίως) ψυχικό πόνο
- θλίβομαι, καταρρακώνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φαρμακώνομαι | φαρμακωνόμουν(α) | θα φαρμακώνομαι | να φαρμακώνομαι | ||
| β' ενικ. | φαρμακώνεσαι | φαρμακωνόσουν(α) | θα φαρμακώνεσαι | να φαρμακώνεσαι | (φαρμακώνου) | |
| γ' ενικ. | φαρμακώνεται | φαρμακωνόταν(ε) | θα φαρμακώνεται | να φαρμακώνεται | ||
| α' πληθ. | φαρμακωνόμαστε | φαρμακωνόμαστε φαρμακωνόμασταν |
θα φαρμακωνόμαστε | να φαρμακωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | φαρμακώνεστε | φαρμακωνόσαστε φαρμακωνόσασταν |
θα φαρμακώνεστε | να φαρμακώνεστε | (φαρμακώνεστε) | |
| γ' πληθ. | φαρμακώνονται | φαρμακώνονταν φαρμακωνόντουσαν |
θα φαρμακώνονται | να φαρμακώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φαρμακώθηκα | θα φαρμακωθώ | να φαρμακωθώ | φαρμακωθεί | ||
| β' ενικ. | φαρμακώθηκες | θα φαρμακωθείς | να φαρμακωθείς | φαρμακώσου | ||
| γ' ενικ. | φαρμακώθηκε | θα φαρμακωθεί | να φαρμακωθεί | |||
| α' πληθ. | φαρμακωθήκαμε | θα φαρμακωθούμε | να φαρμακωθούμε | |||
| β' πληθ. | φαρμακωθήκατε | θα φαρμακωθείτε | να φαρμακωθείτε | φαρμακωθείτε | ||
| γ' πληθ. | φαρμακώθηκαν φαρμακωθήκαν(ε) |
θα φαρμακωθούν(ε) | να φαρμακωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φαρμακωθεί | είχα φαρμακωθεί | θα έχω φαρμακωθεί | να έχω φαρμακωθεί | φαρμακωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φαρμακωθεί | είχες φαρμακωθεί | θα έχεις φαρμακωθεί | να έχεις φαρμακωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φαρμακωθεί | είχε φαρμακωθεί | θα έχει φαρμακωθεί | να έχει φαρμακωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φαρμακωθεί | είχαμε φαρμακωθεί | θα έχουμε φαρμακωθεί | να έχουμε φαρμακωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φαρμακωθεί | είχατε φαρμακωθεί | θα έχετε φαρμακωθεί | να έχετε φαρμακωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φαρμακωθεί | είχαν φαρμακωθεί | θα έχουν φαρμακωθεί | να έχουν φαρμακωθεί | ||
Μεταφράσεις
φαρμακώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.