φάτνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φάτνωμα | τα | φατνώματα |
| γενική | του | φατνώματος | των | φατνωμάτων |
| αιτιατική | το | φάτνωμα | τα | φατνώματα |
| κλητική | φάτνωμα | φατνώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάτνωμα < αρχαία ελληνική φάτνωμα < φατνόω / φατνῶ < φάτνη
Ουσιαστικό
φάτνωμα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) τα κενά που σχηματίζονται καθώς διασταυρώνονται τα δοκάρια στην οροφή ενός κτηρίου καθώς και οι διακοσμητικές πλάκες με ζωγραφιές ή ανάγλυφα, που καλύπτουν τα κενά αυτά
- (αρχιτεκτονική) τα αντίστοιχα κενά στις δοκούς μιας γέφυρας
- (στρατιωτικός όρος) άνοιγμα από το οποίο βγαίνει ο σωλήνας ενός πυροβόλου
- (παρωχημένο) ανοίγματα στα πλευρά ενός πλοίου, από τα οποία έβαλλαν τα κανόνια του
- καθένα από τα διαμερίσματα της ατράκτου ενός αεροπλάνου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.