φάτνωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάτνωμα τα φατνώματα
      γενική του φατνώματος των φατνωμάτων
    αιτιατική το φάτνωμα τα φατνώματα
     κλητική φάτνωμα φατνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάτνωμα < αρχαία ελληνική φάτνωμα < φατνόω / φατνῶ < φάτνη

Ουσιαστικό

φάτνωμα ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) τα κενά που σχηματίζονται καθώς διασταυρώνονται τα δοκάρια στην οροφή ενός κτηρίου καθώς και οι διακοσμητικές πλάκες με ζωγραφιές ή ανάγλυφα, που καλύπτουν τα κενά αυτά
  2. (αρχιτεκτονική) τα αντίστοιχα κενά στις δοκούς μιας γέφυρας
  3. (στρατιωτικός όρος) άνοιγμα από το οποίο βγαίνει ο σωλήνας ενός πυροβόλου
  4. (παρωχημένο) ανοίγματα στα πλευρά ενός πλοίου, από τα οποία έβαλλαν τα κανόνια του
  5. καθένα από τα διαμερίσματα της ατράκτου ενός αεροπλάνου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.