ανάγλυφο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάγλυφο τα ανάγλυφα
      γενική του ανάγλυφου των ανάγλυφων
    αιτιατική το ανάγλυφο τα ανάγλυφα
     κλητική ανάγλυφο ανάγλυφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο Παν και οι Νύμφες, μαρμάρινο ανάγλυφο του Νεοπτόλεμου του Μελιτέως, 330 π.Χ. (Μουσείο Αρχαίας Αγοράς)
ανάγλυφο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανάγλυφος < ανά + γλύφω

Ουσιαστικό

ανάγλυφο ουδέτερο

  1. (γλυπτική) γλυπτό έργο τέχνης στο οποίο σχήματα ή μορφές προβάλλουν από την επίπεδη επιφάνεια της πλάκας στην οποία έχουν λαξευτεί
  2. (γεωλογία) οι εξάρσεις και βυθίσεις της επιφάνειας της γης
    Η περιοχή παρουσιάζει ένα πλούσιο ανάγλυφο με επιβλητικές οροσειρές και βαθιές χαράδρες.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ανάγλυφο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανάγλυφο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ανάγλυφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανάγλυφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.