ημιφάτνωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιφάτνωτος | η | ημιφάτνωτη | το | ημιφάτνωτο |
| γενική | του | ημιφάτνωτου | της | ημιφάτνωτης | του | ημιφάτνωτου |
| αιτιατική | τον | ημιφάτνωτο | την | ημιφάτνωτη | το | ημιφάτνωτο |
| κλητική | ημιφάτνωτε | ημιφάτνωτη | ημιφάτνωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιφάτνωτοι | οι | ημιφάτνωτες | τα | ημιφάτνωτα |
| γενική | των | ημιφάτνωτων | των | ημιφάτνωτων | των | ημιφάτνωτων |
| αιτιατική | τους | ημιφάτνωτους | τις | ημιφάτνωτες | τα | ημιφάτνωτα |
| κλητική | ημιφάτνωτοι | ημιφάτνωτες | ημιφάτνωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ημιφάτνωτος, -η, -ο
- που έχει κατά το ήμισυ φατνώματα, δηλαδή σανίδες ή διακοσμητικές πλάκες με ζωγραφιές ή ανάγλυφα, που καλύπτουν τα κενά των δοκών στο ταβάνι ενός κτίσματος
- Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)
Μεταφράσεις
ημιφάτνωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.