άτρακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άτρακτος οι άτρακτοι
      γενική της ατράκτου των ατράκτων
    αιτιατική την άτρακτο τις ατράκτους
     κλητική άτρακτε άτρακτοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άτρακτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄτρακτος
όρος μηχανολογίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fuselage[1]
Μία συστοιχία ατράκτων (κίτρινο), η οποία σχηματίζει νοητό κύλινδρο (μπλε)

Ουσιαστικό

άτρακτος θηλυκό

  1. (λόγιο) το αδράχτι
  2. (μηχανολογία)
    1. ο άξονας περιστροφής διαφόρων μηχανημάτων
    2. (αεροπορικός όρος) ο κορμός ενός αεροπλάνου, χωρίς τα φτερά
  3. (γεωμετρία) η επιφάνεια ενός σφαιρικού σώματος που βρίσκεται / περιέχεται μεταξύ δύο ημιπεριφερειών μέγιστων κύκλων
  4. (αστρονομία) (ωριαία) άτρακτος: το της επιφάνειας της γης, στο οποίο ισχύει διαφορετική ώρα από τα υπόλοιπα
  5. (υλικό υπολογιστή) ομόκεντροι κύκλοι στην επιφάνεια ενός μαγνητικού δίσκου σε ένα σκληρό δίσκο, όπου εφάπτονται οι κεφαλές και γράφουν ή διαβάζουν πληροφορίες. Όλες μαζί σχηματίζουν νοητούς ομοαξονικούς κυλίνδρους στις συστοιχίες των μαγνητικών δίσκων[2]

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. άτρακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μαγνητικοί Δίσκοι, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.