άτρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άτρακτος | οι | άτρακτοι |
| γενική | της | ατράκτου | των | ατράκτων |
| αιτιατική | την | άτρακτο | τις | ατράκτους |
| κλητική | άτρακτε | άτρακτοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άτρακτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄτρακτος
- όρος μηχανολογίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fuselage[1]

Μία συστοιχία ατράκτων (κίτρινο), η οποία σχηματίζει νοητό κύλινδρο (μπλε)
Ουσιαστικό
άτρακτος θηλυκό
- (λόγιο) το αδράχτι
- (μηχανολογία)
- ο άξονας περιστροφής διαφόρων μηχανημάτων
- (αεροπορικός όρος) ο κορμός ενός αεροπλάνου, χωρίς τα φτερά
- (γεωμετρία) η επιφάνεια ενός σφαιρικού σώματος που βρίσκεται / περιέχεται μεταξύ δύο ημιπεριφερειών μέγιστων κύκλων
- (αστρονομία) (ωριαία) άτρακτος: το της επιφάνειας της γης, στο οποίο ισχύει διαφορετική ώρα από τα υπόλοιπα
- (υλικό υπολογιστή) ομόκεντροι κύκλοι στην επιφάνεια ενός μαγνητικού δίσκου σε ένα σκληρό δίσκο, όπου εφάπτονται οι κεφαλές και γράφουν ή διαβάζουν πληροφορίες. Όλες μαζί σχηματίζουν νοητούς ομοαξονικούς κυλίνδρους στις συστοιχίες των μαγνητικών δίσκων[2]
Πολυλεκτικοί όροι
- σφαιρική άτρακτος
- ωριαία άτρακτος
- μυϊκή άτρακτος
- ατρακτοειδής έλικα
Συγγενικά
Αναφορές
- άτρακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μαγνητικοί Δίσκοι, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.