panel

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
panel panels

Ουσιαστικό

panel (en)

  1. ο πίνακας
  2. η κριτική επιτροπή, μια ομάδα ειδικών που δίνουν τις συμβουλές ή τη γνώμη τους για κάτι
    The panel regarded his work positively.
    Η κριτική επιτροπή αντιμετώπισε το έργο του θετικά.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.