φάλτσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φάλτσος | η | φάλτσα | το | φάλτσο |
| γενική | του | φάλτσου | της | φάλτσας | του | φάλτσου |
| αιτιατική | τον | φάλτσο | τη | φάλτσα | το | φάλτσο |
| κλητική | φάλτσε | φάλτσα | φάλτσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φάλτσοι | οι | φάλτσες | τα | φάλτσα |
| γενική | των | φάλτσων | των | φάλτσων | των | φάλτσων |
| αιτιατική | τους | φάλτσους | τις | φάλτσες | τα | φάλτσα |
| κλητική | φάλτσοι | φάλτσες | φάλτσα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfal.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φάλ‐τσος
Επίθετο
φάλτσος, -α, -ο
- (μουσική) που όταν τραγουδάει ή παίζει μουσική κάνει φάλτσα, παράγει λανθασμένους μουσικούς τόνους
- ≈ συνώνυμα: παράτονος, παράφωνος, παράχορδος, δυσαρμονικός
- → δείτε και τις λέξεις κακόηχος και κακόφωνος
- (για αντικείμενα, κατασκευές) που κάνει φάλτσο, που το σχήμα του ξεφεύγει από την ευθεία
Παράγωγα
- φάλτσα (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φάλτσο
Αναφορές
- φάλτσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.