κακόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόφωνος | η | κακόφωνη | το | κακόφωνο |
| γενική | του | κακόφωνου | της | κακόφωνης | του | κακόφωνου |
| αιτιατική | τον | κακόφωνο | την | κακόφωνη | το | κακόφωνο |
| κλητική | κακόφωνε | κακόφωνη | κακόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόφωνοι | οι | κακόφωνες | τα | κακόφωνα |
| γενική | των | κακόφωνων | των | κακόφωνων | των | κακόφωνων |
| αιτιατική | τους | κακόφωνους | τις | κακόφωνες | τα | κακόφωνα |
| κλητική | κακόφωνοι | κακόφωνες | κακόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόφωνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακόφωνος < κακό- + -φωνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈko.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐φων‐νος
Επίθετο
κακόφωνος, -η, -ο
Παράγωγα
- κακόφωνα (επίρρημα)
- παράφωνος & παράτονος, φάλτσος
- δυσαρμονικός & ασύμφωνος, διάφωνος, αταίριαστος
Μεταφράσεις
με άσχημη φωνή
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κακόφωνος | τὸ | κακόφωνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κακοφώνου | τοῦ | κακοφώνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κακοφώνῳ | τῷ | κακοφώνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κακόφωνον | τὸ | κακόφωνον | ||
| κλητική ὦ! | κακόφωνε | κακόφωνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κακόφωνοι | τὰ | κακόφωνᾰ | ||
| γενική | τῶν | κακοφώνων | τῶν | κακοφώνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κακοφώνοις | τοῖς | κακοφώνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κακοφώνους | τὰ | κακόφωνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κακόφωνοι | κακόφωνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοφώνω | τὼ | κακοφώνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κακοφώνοιν | τοῖν | κακοφώνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόφωνος (ελληνιστική κοινή) < κακό- + -φωνος
Επίθετο
κακόφωνος, -ος, -ον
- όπως κακόφωνος (νέα ελληνικά)
- ※ Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶν (de Audibilibus), αποδιδόταν στον ⌘ Αριστοτέλη, Arist.Aud.802b23@scaife.perseus
- τὰ δὲ ξηρὰ κακόφωνα [για τα γλωσσίδια αυλών που δεν έχουν βραχεί]
- ※ 1ος αιώνας πκε ⌘ Διονύσιος ὁ Θρᾷξ , Τέχνη Γραμματική, κεφάλαιο 7 D.T. 631.21
- [για τα σύμφωνα] ἄφωνα δέ ἐστιν ἐννέα· β γ δ κ π τ θ φ χ. ἄφωνα δὲ λέγεται, ὅτι μᾶλλον τῶν ἄλλων ἐστὶν κακόφωνα, ὥσπερ ἄφωνον λέγομεν τὸν τραγῳδὸν τὸν κακόφωνον.
- ≠ αντώνυμα: εὔφωνος, καλλίφωνος (ιδίως για υποκριτές)
- ※ Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶν (de Audibilibus), αποδιδόταν στον ⌘ Αριστοτέλη, Arist.Aud.802b23@scaife.perseus
Πηγές
- κακόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.