παράχορδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράχορδος | η | παράχορδη | το | παράχορδο |
| γενική | του | παράχορδου | της | παράχορδης | του | παράχορδου |
| αιτιατική | τον | παράχορδο | την | παράχορδη | το | παράχορδο |
| κλητική | παράχορδε | παράχορδη | παράχορδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράχορδοι | οι | παράχορδες | τα | παράχορδα |
| γενική | των | παράχορδων | των | παράχορδων | των | παράχορδων |
| αιτιατική | τους | παράχορδους | τις | παράχορδες | τα | παράχορδα |
| κλητική | παράχορδοι | παράχορδες | παράχορδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παράχορδος < ελληνιστική κοινή παράχορδος < αρχαία ελληνική παρά + χορδή
Επίθετο
παράχορδος
- που έχει παραχθεί από τη λάθος χορδή και, ως εκ τούτου, παράφωνος, παράτονος
- που έχει κουρδιστεί λανθασμένα
Μεταφράσεις
παράχορδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.