παράχορδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράχορδος η παράχορδη το παράχορδο
      γενική του παράχορδου της παράχορδης του παράχορδου
    αιτιατική τον παράχορδο την παράχορδη το παράχορδο
     κλητική παράχορδε παράχορδη παράχορδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράχορδοι οι παράχορδες τα παράχορδα
      γενική των παράχορδων των παράχορδων των παράχορδων
    αιτιατική τους παράχορδους τις παράχορδες τα παράχορδα
     κλητική παράχορδοι παράχορδες παράχορδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράχορδος < ελληνιστική κοινή παράχορδος < αρχαία ελληνική παρά + χορδή

Επίθετο

παράχορδος

  1. που έχει παραχθεί από τη λάθος χορδή και, ως εκ τούτου, παράφωνος, παράτονος
  2. που έχει κουρδιστεί λανθασμένα
     συνώνυμα: ξεκούρδιστος, ξεκούρντιστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.