δυσαρμονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσαρμονικός | η | δυσαρμονική | το | δυσαρμονικό |
| γενική | του | δυσαρμονικού | της | δυσαρμονικής | του | δυσαρμονικού |
| αιτιατική | τον | δυσαρμονικό | τη | δυσαρμονική | το | δυσαρμονικό |
| κλητική | δυσαρμονικέ | δυσαρμονική | δυσαρμονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσαρμονικοί | οι | δυσαρμονικές | τα | δυσαρμονικά |
| γενική | των | δυσαρμονικών | των | δυσαρμονικών | των | δυσαρμονικών |
| αιτιατική | τους | δυσαρμονικούς | τις | δυσαρμονικές | τα | δυσαρμονικά |
| κλητική | δυσαρμονικοί | δυσαρμονικές | δυσαρμονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.saɾ.mo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σαρ‐μο‐νι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐αρ‐μο‐νι‐κός
Επίθετο
δυσαρμονικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που δεν είναι αρμονικός (προς τη μουσική αρμονία, ή γενικά προς το περιβάλλον του)
- που προκαλεί δυσαρμονία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- δυσαρμονία
- δυσαρμονικότητα
- δυσαρμονικά (επίρρημα)
- δυσαρμονικός
- δυσαρμονικώς (επίρρημα, στην καθαρεύουσα: δυσαρμονικῶς)
- δυσάρμονος
→ και δείτε τη λέξη αρμονία
Μεταφράσεις
που δεν είναι σε αρμονία
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.