falso

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

falso < λατινική falsus & fallere

Προφορά

 

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό falso falsi
θηλυκό falsa false

falso (it)

  1. απατεώνας, ψεύτης
    πρόσωπο που δεν λέει την αλήθεια
    ψευδομάρτυρας
    ψευδή μέτρα και σταθμά
    αβάσιμες απόψεις σε ειδήσεις ή ψευδείς γεγονότα

Ουσιαστικό

falso (it)

  1. ψευδές, ψευδή, πλαστό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.