φάλτσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φάλτσο | τα | φάλτσα |
| γενική | του | φάλτσου | των | φάλτσων |
| αιτιατική | το | φάλτσο | τα | φάλτσα |
| κλητική | φάλτσο | φάλτσα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φάλτσο ουδέτερο
- η παραγωγή λανθασμένου τόνου από τραγουδιστή ή μουσικό
- (μεταφορικά) λανθασμένη ενέργεια
- το χτύπημα μιας μπάλας σε σημείο άλλο από το κέντρο της, έτσι ώστε να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό της και να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη, π.χ. καμπύλη, τροχιά
Συγγενικά
Σύνθετα
- φαλτσογωνιά
- φαλτσοστέκα
Μεταφράσεις
φάλτσο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.