υπόνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπόνοια | οι | υπόνοιες |
| γενική | της | υπόνοιας | των | υπονοιών |
| αιτιατική | την | υπόνοια | τις | υπόνοιες |
| κλητική | υπόνοια | υπόνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόνοια < αρχαία ελληνική ὑπόνοια < ὑπονοέω / ὑπονοῶ < νόος / νοῦς
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpo.ni.a/
Ουσιαστικό
υπόνοια θηλυκό
- η ιδέα, η άποψη ή η σκέψη που δεν αποδεικνύεται ακριβώς, απλώς στηρίζεται σε ενδείξεις
- η αβεβαιότητα, η αμφιβολία
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) η ελάχιστη ποσότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.