αμφιβολία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμφιβολία | οι | αμφιβολίες |
| γενική | της | αμφιβολίας | των | αμφιβολιών |
| αιτιατική | την | αμφιβολία | τις | αμφιβολίες |
| κλητική | αμφιβολία | αμφιβολίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμφιβολία < αρχαία ελληνική ἀμφιβολία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.