υποψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποψία οι υποψίες
      γενική της υποψίας των υποψιών
    αιτιατική την υποψία τις υποψίες
     κλητική υποψία υποψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποψία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποψία < ὑφοράω (ὑπό + ὁράω), μέλλοντας: ὑπόψομαι
(σκέψη, μικρή ποσότητα) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική soupçon[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποψία

Ουσιαστικό

υποψία θηλυκό

  1. η υπόνοια, η γνώμη ότι κάποιος είναι πιθανόν ένοχος για κάτι ή ότι κάτι άσχημο συμβαίνει, η οποία στηρίζεται σε κάποιες ενδείξεις, όχι όμως σε αποδείξεις
  2. η σκέψη ότι συμβαίνει κάτι, επειδή υπάρχουν γι' αυτό κάποιες ενδείξεις
      Υποψία να μην έχεις, ότι πως δεν σ’ αγαπώ, / κι εγώ χάνομαι για σένα, μία ώρα αν δε σε δω. (Δημοτικό)
  3. πολύ μικρή ποσότητα από κάτι
    βάλε μου μια υποψία ζάχαρη στον καφέ

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.