υποψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποψία | οι | υποψίες |
| γενική | της | υποψίας | των | υποψιών |
| αιτιατική | την | υποψία | τις | υποψίες |
| κλητική | υποψία | υποψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποψία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποψία < ὑφοράω (ὑπό + ὁράω), μέλλοντας: ὑπόψομαι
- (σκέψη, μικρή ποσότητα) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική soupçon[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈpsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐ψί‐α
Ουσιαστικό
υποψία θηλυκό
- η υπόνοια, η γνώμη ότι κάποιος είναι πιθανόν ένοχος για κάτι ή ότι κάτι άσχημο συμβαίνει, η οποία στηρίζεται σε κάποιες ενδείξεις, όχι όμως σε αποδείξεις
- η σκέψη ότι συμβαίνει κάτι, επειδή υπάρχουν γι' αυτό κάποιες ενδείξεις
- ※ Υποψία να μην έχεις, ότι πως δεν σ’ αγαπώ, / κι εγώ χάνομαι για σένα, μία ώρα αν δε σε δω. (Δημοτικό)
- πολύ μικρή ποσότητα από κάτι
- ↪ βάλε μου μια υποψία ζάχαρη στον καφέ
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υποψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.