ὑπόνοια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπόνοι αἱ ὑπόνοιαι
      γενική τῆς ὑπονοίᾱς τῶν ὑπονοιῶν
      δοτική τῇ ὑπονοί ταῖς ὑπονοίαις
    αιτιατική τὴν ὑπόνοιᾰν τὰς ὑπονοίᾱς
     κλητική ! ὑπόνοι ὑπόνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπονοί
γεν-δοτ τοῖν  ὑπονοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπόνοια < ὑπονοέω / ὑπονοῶ + -ια <  δείτε  ὑπό-, νόος / νοῦς

Ουσιαστικό

ὑπόνοια, -ας θηλυκό

  1. υπόνοια, εικασία
  2. νύξη, υπαινιγμός
  3. το αληθινό νόημα, η βαθύτερη έννοια ενός λόγου, ενός μύθου κ.λπ.

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις ὑπονοέω και νόος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.