απόδειξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόδειξη | οι | αποδείξεις |
| γενική | της | απόδειξης* | των | αποδείξεων |
| αιτιατική | την | απόδειξη | τις | αποδείξεις |
| κλητική | απόδειξη | αποδείξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδείξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόδειξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόδειξις, δεικ- (-σις > -ξις > -ξη) < ἀποδείκνυμι < ἀπό δείκνυμι

Απόδειξη από κατάστημα εστίασης.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ði.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐δει‐ξη
Ουσιαστικό
απόδειξη θηλυκό
- (λόγιο) συλλογιστική πορεία, πληροφορία ή στοιχείο που δείχνει ότι κάτι αληθεύει
- ↪ το πιστοποιητικό πληροί τους όρους για την απόδειξη του επιπέδου γλωσσομάθειας
- (μαθηματικά) εξήγηση που με την χρήση των κανόνων της λογικής και με βάση ορισμένα αξιώματα δείχνει την αλήθεια ενός μαθηματικός θεωρήματος
- (οικονομία) χαρτάκι που δίνεται στον πελάτη με πληροφορίες για κάτι που αγόρασε, συμπεριλαμβανομένων της τιμής, του φόρου, της ημερομηνίας κ.α.
- ※ Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία διάταξη νόμου που να προβλέπει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους το καθεστώς που διέπει τη συγκέντρωση αποδείξεων για τα εισοδήματα και τις δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν εντός του τρέχοντος έτους. (* εφημερίδα Το Βήμα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.