υποψιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποψιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

υποψιάζω, στ.μέλλ.: θα υποψιάσω, αόρ.: υποψίασα, παθ.φωνή: υποψιάζομαι, μτχ.π.π.: υποψιασμένος

  1. δημιουργώ σε κάποιον μια υποψία
  2. κάνω σε κάποιον μια πρώτη νύξη για ένα θέμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.