υποψιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποψιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
υποψιάζω, στ.μέλλ.: θα υποψιάσω, αόρ.: υποψίασα, παθ.φωνή: υποψιάζομαι, μτχ.π.π.: υποψιασμένος
Μεταφράσεις
υποψιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.