υποψιάζομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
υποψιάζομαι
<
υποψία
+
-άζομαι
(από το παθητικό ρήμα δημιουργήθηκε και το ενεργητικό
υποψιάζω
)
Ρήμα
υποψιάζομαι
,
πρτ
.
:
υποψιαζόμουν
,
στ.μέλλ
.
: θα
υποψιαστώ
,
αόρ
.
:
υποψιάστηκα
,
μτχ.π.π
.:
υποψιασμένος
έχω μια
υποψία
, θεωρώ ότι κάτι είναι
πιθανό
≈
συνώνυμα
:
υποπτεύομαι
θεωρώ κάποιον
ύποπτο
≈
συνώνυμα
:
υποπτεύομαι
με αφορμή κάτι μικρό, κάποιες ενδείξεις, συνθέτω στο μυαλό μου μια πλήρη εικόνα που θεωρώ πιθανή
≈
συνώνυμα
:
αντιλαμβάνομαι
,
φαντάζομαι
,
μαντεύω
Μεταφράσεις
υποψιάζομαι
αγγλικά
:
suspect
(en)
γαλλικά
:
suspecter
(fr)
,
soupçonner
(fr)
γερμανικά
:
verdächtigen
(de)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.