υποψιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποψιάζομαι < υποψία + -άζομαι (από το παθητικό ρήμα δημιουργήθηκε και το ενεργητικό υποψιάζω)

Ρήμα

υποψιάζομαι, πρτ.: υποψιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα υποψιαστώ, αόρ.: υποψιάστηκα, μτχ.π.π.: υποψιασμένος

  1. έχω μια υποψία, θεωρώ ότι κάτι είναι πιθανό
     συνώνυμα: υποπτεύομαι
  2. θεωρώ κάποιον ύποπτο
     συνώνυμα: υποπτεύομαι
  3. με αφορμή κάτι μικρό, κάποιες ενδείξεις, συνθέτω στο μυαλό μου μια πλήρη εικόνα που θεωρώ πιθανή
     συνώνυμα: αντιλαμβάνομαι, φαντάζομαι, μαντεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.